μορμονισμός

μορμονισμός
ο рел , мормонство

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μορμονισμός" в других словарях:

  • μορμονισμός — ο εκκλ. η θρησκευτική κίνηση τών Μορμόνων, η οποία οργανώθηκε από τον Ιωσήφ Σμιθ το 1830 στις ΗΠΑ και διαδόθηκε προοδευτικά στον Καναδά, στη Λατινική Αμερική, την Ευρώπη και την Αυστραλία και η οποία πρεσβεύει ότι η πραγματική ανεξαρτησία… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»